διηθητικός

διηθητικός
Όρος που περιγράφει μια διαδικασία στην ιατρική, κατά την οποία οι ιστοί του σώματος διαπερνώνται από ένα όργανο ή έναν τύπο καρκίνου, που έχει την τάση να εξαπλώνεται πέρα από τον χώρο προέλευσής του.
* * *
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διήθηση
2. ο χρήσιμος για διήθηση
3. φρ. «διηθητικός χάρτης» — ειδικό πορώδες χαρτί κατάλληλο για την κατασκευή ηθμών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διηθητικός — ή, ό αυτός που διαθέτει την ιδιότητα να διηθεί: Στα πειράματα της χημείας χρησιμοποιείται διηθητικός χάρτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • οζοντοσκοπικός — και οζονοσκοπικός, ή, ό χημ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οζοντοσκόπιο και στις μετρήσεις που γίνονται με αυτό β) φρ. «οζοντοσκοπικός χάρτης» χημ. ειδικός διηθητικός χάρτης διαποτισμένος με διάλυμα ιωδιούχου καλίου ο οποίος υποδεικνύει με …   Dictionary of Greek

  • πορώδες — Μικρά διάκενα μέσα στα στερεά σώματα, περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένα, που διακρίνονται είτε μακροσκοπικά είτε μικροσκοπικά. Παραδείγματα μακροσκοπικού π. είναι οι σπόγγοι, η κίσσηρις (ελαφρόπετρα) κλπ.· το π. σε βαθμό μικροσκοπικής παρατήρησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”